indione

indione
Фармакология: индион (C15H10O2)

Универсальный англо-русский словарь. . 2011.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "indione" в других словарях:

  • φαινινδιόνη — η, Ν (φαρμ.) κοινή ονομασία τής 2 φαινυλ 1,3 ινδανιδιόνης, κρυσταλλικής ουσίας που είναι συνθετικός ανταγωνιστής τής βιταμίνης Κ και χρησιμοποιείται ως αντιπηκτικό καθώς έχει την ιδιότητα να παρεμποδίζει την πήξη τού αίματος αναστέλλοντας την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»